ναυλομεσιτικός

ναυλομεσιτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναυλομεσίτη («ναυλομεσιτικό γραφείο»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναυλομεσιτικά
η αμοιβή τού ναυλομεσίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλομεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”